Ρεπορτάζ του newsbeast.gr στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της αστυνομίας
Στο κτίριο της οδού Αντιγόνης πίσω από τα ΚΤΕΛ του Κηφισού, καταφθάνει ένα δείγμα DNA από τη Βουλγαρία. Ζητείται από την υποδιεύθυνση DNA να ταυτοποιήσει τα γενετικά στοιχεία ενός ανήλικου κοριτσιού με μία γυναίκα.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Βίντεο-φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Βίντεο-φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Το συγκεκριμένο κορίτσι είχε βρεθεί λίγο καιρό πριν σε καταυλισμό τσιγγάνων στα Φάρσαλα και για αρκετές ημέρες απασχόλησε τα δελτία ειδήσεων, αλλά και πάσης φύσεως ενημερωτικούς διαύλους.
Η υπόθεση της Μικρής Μαρίας που ανήλθε στις πρώτες θέσεις της ενημερωτικής θεματολογίας, ήταν μία από αυτές που εξέτασε η υποδιεύθυνση DNA της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών.
Οι άνθρωποι με τις λευκές στολές και τα καλυμμένα πρόσωπα εμπλέκονται σε υποθέσεις όπως αυτή. Ίσως τους έχετε συναντήσει σε κάποιο τηλεοπτικό πλάνο να συλλέγουν στοιχεία.
Πιο πρόσφατη υπόθεση αυτή της επίθεσης με χειροβομβίδα στη γαλλική πρεσβεία.
Παλιότερα το δυστύχημα του αεροσκάφους Helios στο Γραμματικό Αττικής. Αλλά και οι πυρκαγιές στην Πελοπόννησο.
Η υποδιεύθυνση DNA είναι από εκείνες που επιτελούν κομβικό ρόλο στην αστυνομία. Συνεργάζονται με όλες τις συναδέλφους υπηρεσίες του σώματος, εξετάζουν κάθε μορφή έκνομης ενέργειας.
Ολοκληρώνοντας το πόρισμά τους οι άνθρωποι της υποδιεύθυνσης DNA παραδίδουν τα πορίσματά τους στη διάθεση της Δικαιοσύνης, συγγενικών προσώπων. Δεν αποφασίζουν, δεν καταδικάζουν, δεν αθωώνουν. Ερευνούν και συμπεραίνουν.
Η υποστράτηγος, Πηνελόπη Μηνιάτη, επικεφαλής της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, στην οποία υπάγεται η υποδιεύθυνση DNA της Ελληνικής Αστυνομίας, ήταν εκείνη, η οποία πρότεινε τη σύσταση της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Αντιμετωπίζοντας αρχικά τη δυσπιστία όσων την άκουγαν. Σήμερα 22 χρόνια μετά πολλοί είναι εκείνοι που καταλήγουν στη χαρακτηριστική παραδοχή ότι «το DNA είναι η Μηνιάτη!».
«Υπόθεση Παντελίδη, Γιακουμάκη, Αίγινα και πόσες ακόμα. Ο ρόλος του DNA ξεκινάει από τις πιο αθόρυβες υποθέσεις για να καταλήξει στις πιο καθοριστικές. Είμαστε οι άνθρωποι που με ένα πινελάκι ή με μία μπατονέτα ξεκινάμε τις έρευνες. Ταυτόχρονα όμως εκτός από εγκλήματα ερευνούμε και ψηφιακά πειστήρια που σχετίζονται με υποθέσεις της οικονομικής αστυνομίας ή της δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος», λέει η υποστράτηγος Πηνελόπη Μηνιάτη στο newsbeast.gr.
«Η υποδιεύθυνση DNA δεν αθωώνει, ούτε καταδικάζει. Ο ρόλος αυτός ανήκει στο δικαστήριο. Παρέχουμε όμως επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία, ώστε το δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλέστερα συμπεράσματα», εξηγεί η κυρία Μηνιάτη.
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών
Το προσωπικό του DNA συγκροτείται από επιστημονικό προσωπικό, αλλά και από αστυνομικό προσωπικό, το οποίο εκπαιδεύεται στους κόλπους της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών.
«Η Διεύθυνση ξεκίνησε από ένα γραφείο εγκληματολογικών ερευνών το 1994. Πλέον διαθέτει 400 άτομα προσωπικό στην Αθήνα και 50 άτομα στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για προσωπικό εξειδικευμένο και καταρτισμένο επιστημονικά. Αρκετοί είτε έχουν λάβει ειδικότητες σε πανεπιστήμια ή σε υπηρεσία εκπαίδευσης που έχουμε αναπτύξει στη Διεύθυνση. Για παράδειγμα δεν υπάρχει πανεπιστημιακή κατεύθυνση, η οποία να καλύπτει τον τομέα αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Σε αυτή την περίπτωση η εκπαίδευση είναι εσωτερική υπόθεση», εξηγεί η στρατηγός.
«Η υπηρεσία διαθέτει πραγματογνώμονες, αλλά και εμπειρογνώμονες. Οι πραγματογνώμονες συνήθως είναι βιολόγοι, φυσικοί, βιοχημικοί ή και προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Επίσης οι εμπειρογνώμονες μετά από μακροχρόνια εκπαίδευση στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών έχουν λάβει τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Σε ό,τι αφορά το εργαστήριο DNA υπάρχει μόνο στην Αθήνα, ενώ υπάρχουν 64 γραφεία εγκληματολογικών ερευνών σε όλην τη χώρα. Τα γραφεία αυτά εξυπηρετούν τοπικές ανάγκες, ενώ όπου χρειαστεί μεταβαίνει προσωπικό από τα κεντρικά της Διεύθυνσης».
Στην πάλαι ποτέ Σήμανση, όπως ονομαζόταν κάποτε η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, οι επιστήμονες είναι και αστυνομικοί ταυτόχρονα και οι αστυνομικοί επιστήμονες.
«Πολλοί στον κλάδο DNA προέρχονται εξ ιδιωτών. Ωστόσο στον κλάδο αποτυπωμάτων οι αστυνομικοί που υπηρετούν δεν είναι υπάλληλοι εξ ιδιωτών. Στην αστυνομία το εξ ιδιωτών προσωπικό πρέπει να ενταχθεί στο σώμα έως και 32 ετών».
Η ίδια ήρθε από την Αμερική ολοκληρώνοντας τις σπουδές της, εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον της για σχετική προκήρυξη το 1992. Δεν ήξερε κανέναν στην Ελλάδα. Η προκήρυξη ζητούσε έναν βιολόγο με τουλάχιστον δύο χρόνια ερευνητικής εμπειρίας είτε σε ερευνητικό κέντρο, είτε σε πανεπιστήμιο. Ο κατάλληλος υποψήφιος όφειλε να διαθέτει «ευδόκιμο ερευνητική εμπειρία».
«Κάποιοι γέλασαν όταν πρότεινα να γίνει αυτόνομο το DNA»
«Είχαμε θέσει υποψηφιότητα πέντε άτομα για δύο θέσεις. Προτεραιότητά μου ήταν να βρω μια δουλειά σε μία θέση που θα αξιοποιούσα τις σπουδές και την επιστημονική μου κατάρτιση. Υπήρξα δεδομένου ότι προοριζόμουν για το εργαστήριο DNA. Προσληφθήκαμε το 1992 και ξεκινήσαμε τη σύσταση του εργαστηρίου το 1994. Από γραφείο και σταδιακά εξελιχθήκαμε σε τμήμα, το οποίο υπαγόταν στο χημείο της διεύθυνσης εγκληματολογικών ερευνών. Το 2002 έκανα προσωπική αναφορά, ζητώντας να δημιουργηθεί αυτοτελές τμήμα DNA. Πολλοί γέλασαν όταν το πρότεινα. Τελικά η πρότασή μου εγκρίθηκε και το 2004 δημιουργήθηκε η υποδιεύθυνση DNA με τέσσερα τμήματα. Κι ενώ ξεκινήσαμε στην αρχή με 3 άτομα, πλέον υπηρετούν 60», λέει η κυρία Μηνιάτη.
Υποθέσεις που ξεκίνησαν από ένα κουκούτσι ελιάς
«Υποθέσεις με πολύ μεγάλη δημοσιότητα ξεκίνησαν από ένα κουκούτσι ελιάς ή από ένα αποτύπωμα παλάμης και με βάση ακόμα και τα πιο ασήμαντα στοιχεία εξελίχθηκαν αμέτρητες επιχειρήσεις της αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση η επιτυχία δεν ανήκει σε μία υπηρεσία. Όλες μαζί αποτελούν αλυσίδα».
«Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο εάν δεν αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του, υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης της απόφασης. Η Δικαιοσύνη είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη την πραγματογνωμοσύνη της Διεύθυνσης. Το γεγονός ότι βρέθηκε ίχνος σπέρματος σε ένα σημείο, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάποιος είναι ένοχος. Μπορεί απλά να σημαίνει ότι το ζευγάρι είχε σχέση και στην πραγματικότητα ο δράστης είναι κάποιος άλλος», εξηγεί η επικεφαλής της Διεύθυνσης.
Ταυτότητες και αεροπορικά δυστυχήματα - Οι αρμοδιότητες
«Πέρα από τις υποθέσεις οικονομικού ή ηλεκτρονικού εγκλήματος ένα ακόμα μεγάλο κομμάτι που σχετίζεται με τις ταυτότητας και όλες της αξίες ασφαλείας της χώρας υπάγεται στη δική μας Διεύθυνση. Συν τοις άλλοις όμως διερευνούμε τα αεροπορικά ατυχήματα, ενώ εμπλεκόμαστε και στα τροχαία ατυχήματα εφόσον μας ζητηθεί. Η αναγνώριση θυμάτων μαζικών καταστροφών είναι κι αυτή αρμοδιότητα της υποδιεύθυνσης DNA».
«Πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν οι πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, αλλά και τα θύματα του Helios μετά την πτώση του αεροπλάνου στο Γραμματικό. Για την αναγνώριση απαιτείται βιολογικό υλικό συγγενών, γονέων ή τέκνων», λέει η υποστράτηγος.
«Το DNA έχει και ανθρωπιστικό ρόλο, αναλαμβάνοντας την ταυτοποίηση προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι εντοπίζονται νεκροί σε διάφορα σημεία της χώρας. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις λαμβάνουμε συγκριτικό υλικό από κάποιον συγγενή και ταχτοποιούσαμε το νεκρό. Σε κάθε περίπτωση η ταυτοποίηση σορών είναι δουλειά της προανάκρισης και του εισαγγελέα. Πραγματοποιείται προανάκριση, λαμβάνει γνώση ο εισαγγελέας και κατόπιν δίνεται εντολή σε εμάς να προχωρήσουμε σε σύγκριση των στοιχείων», εξηγεί η Πηνελόπη Μηνιάτη.
«Θάφτηκε Ελληνίδα στην Αλβανία και Αλβανίδα στην Ελλάδα»
Η υπόθεση που τη στιγμάτισε περισσότερο από κάθε άλλη ήταν οι πυρκαγιές στην Πελοπόννησο. «Όταν έχεις έναν άνθρωπο που ψάχνει το παιδί του, τα πάντα παραμερίζονται μπροστά σε αυτό το γεγονός. Το χειρότερο είναι ότι στις φωτιές στην Πελοπόννησο έγιναν λάθη. Υπήρξαν περιπτώσεις ανθρώπων που θάφτηκαν στη θέση άλλων και τελικά εντοπίσαμε τα πραγματικά τους στοιχεία μέσω DNA. Η σορός Ελληνίδας ετάφη στην Αλβανία, ενώ η σορός Αλβανίδας ετάφη στην Ελλάδα. Πραγματοποιήθηκαν εκταφές και περαιτέρω έρευνες για την ταυτοποίηση των στοιχείων».
«Αλλά και η υπόθεση του Μπεν είναι μία από αυτές που κληθήκαμε να χειριστούμε. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι τον πρώτο καιρό νόμιζαν πως έβλεπαν παιδιά που ήταν ο Μπεν».
Τα στάδια έρευνας του DNA
Ωστόσο η ανάλυση και η καταχώρηση του DNA ακολουθούν συγκεκριμένα βήματα. Τα πάντα ξεκινούν από το τμήμα ανάλυσης πειστηρίων.
Πώς επιλέγονται τα πειστήρια μιας εγκληματικής πράξης
Όπως λέει η βιολόγος και τμηματάρχης στο τμήμα ανάλυσης βιολογικών υλικών, Αριστέα Μεθενίτη, «τα πειστήρια έρχονται σε εμάς. Στη συνέχεια επιλέγουμε ποια δείγματα θα λάβουμε από το κάθε πειστήριο. Η επιλογή γίνεται με κατάλληλες μεθόδους ανίχνευσης βιολογικών υλικών. Για παράδειγμα όταν έχουμε μία μπλούζα, πρέπει να δούμε τι μας ενδιαφέρει. Και τότε τίθενται πολλά ερωτήματα. Τη φορούσε ο δράστης; Θέλουμε να αποδείξουμε ότι τη φορούσε ο δράστης; Επιθυμούμε να αποδείξουμε ότι υπάρχουν κηλίδες αίματος, οι οποίες πιθανότητα ανήκαν στο θύμα; Σε κάθε περίπτωση χειριζόμαστε διαφορετικά ένα πειστήριο -μπλούζα- που φορούσε το θύμα και διαφορετικά αυτό που φορούσε ο δράστης. Κι αυτό γιατί στη μπλούζα του θύματος μπορούμε να εξετάσουμε εάν υπάρχει βιολογικό υλικό του δράστη».
Μη ορατό αίμα και η ανίχνευσή του
«Επίσης μπορεί να χρειαστεί να ανιχνεύσουμε μη ορατό αίμα. Εάν κάποιος έχει πλύνει ένα ρούχο, υπάρχει τρόπος να εντοπίσουμε ίχνη ή και να βρούμε σπέρμα σε ένα μεγάλο σεντόνι, το οποίο δεν είναι ορατό με γυμνό μάτι».
Τα… γάντια και η εξαφάνιση των πειστηρίων
Όπως λέει η κυρία Μεθενίτη, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί κανείς να εξαφανίσει τα πειστήρια ενός εγκλήματος. «Τα στοιχεία υπάρχουν πάντα, αρκεί να μπορέσει κάποιος να τα εντοπίσει. Ωστόσο όταν κάποιος φοράει γάντια κατά την τέλεση του εγκλήματος, μπορεί να δυσχεράνει στον εντοπισμό των πειστηρίων».
«Για παράδειγμα στη μπλούζα εξετάζουμε εάν οι καστανέρυθρες κηλίδες είναι αίμα και εάν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένο άτομο. Επίσης εξετάζουμε ποιος φορούσε τη μπλούζα».
«Διαθέτουμε ειδικό κλιμάκιο, το οποίο ασχολείται με τη συλλογή πειστηρίων. Σπεύδει σε περιπτώσεις μεγάλων ανθρωποκτονιών, τρομοκρατίας ή άλλες σοβαρές υποθέσεις. Η συλλογή πειστηρίων γίνεται είτε από το τμήμα εξερευνήσεων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών είτε από τα κατά τόπους γραφεία εγκληματολογικών ερευνών».
Λήψη βιολογικού υλικού από το στόμα
Η πιο συνηθισμένη μέθοδος για τη λήψη γενετικού υλικού γίνεται από το στόμα, συλλέγοντας σάλιο από πρόσωπο που βρίσκεται εν ζωή. Παλαιότερα εφαρμοζόταν και η αιμοληψία για τους ζώντες, πλέον όμως έχει παύσει να εφαρμόζεται η συγκεκριμένη μέθοδος, καθώς η αιμοληψία αποτελεί ιατρική πράξη σε αντίθεση με τη λήψη σάλιου.
«Όταν πρόκειται για πτώμα, λαμβάνει δείγμα ο ιατροδικαστής είτε με αιμοληψία, είτε με κάποιο ιστοτεμάχιο π.χ. ένα κομμάτι από το συκώτι», διευκρινίζει η Αριστέα Μεθενίτη.
Απομόνωση DNA
«Το επόμενο στάδιο είναι η απομόνωση του DNA, το οποίο προκύπτει από τα δείγματα. Σε λίγο καιρό θα γίνεται με το ρομποτικό μηχάνημα που πρόσφατα προμηθευτήκαμε.
Στο τελικό στάδιο το DNΑ παίρνει μορφή και γίνεται γενετικός τύπος, ενώ το προφίλ DNA ενός ατόμου αποτελείται από μία μοναδική σειρά αριθμών για κάθε άνθρωπο.
Αυτό που κάνουμε ουσιαστικά δεν είναι να δείχνουμε τους ενόχους. Απλά εντοπίζουμε βιολογικό υλικό σε κάποιο εύρημα. Η αξία του πιεστηρίου κρίνεται από την εκάστοτε υπηρεσία. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς βρέθηκε κάπου μία γόπα τσιγάρου. Αυτό που μπορούμε να γνωρίζουμε όμως είναι ποιος την κάπνισε», λέει η κυρία Μεθενίτη.
Οι πληροφορίες του DNA χωρίς… προσωπικά δεδομένα
Όπως εξηγεί με τη σειρά της η Κωνσταντίνα Τσεκούρα, αστυνομικός υποδιευθυντής-βιολόγος, η μόνη πληροφορία που μας παρέχει το προφίλ DNA είναι για το εάν πρόκειται για άνδρα ή γυναίκα. «Ωστόσο οι περιοχές που μελετώνται σε όλα τα εγκληματολογικά εργαστήρια, δεν είναι περιοχές που κωδικοποιούν γονίδια. Επομένως δεν μπορούμε να λάβουμε πληροφορία για το εάν κάποιος είναι διαβητικός, έχει προδιάθεση για καρκίνο ή άλλες ασθένειες. Για να διαπιστώσουμε ποιος είναι αυτός που εξετάζουμε πρέπει να υπάρχει συγκριτικό δείγμα από άλλο άτομο. Εάν δεν έρθει ποτέ συγκριτικό τότε για εμάς αυτός θα είναι ένας άντρας, χωρίς να μάθουμε ποτέ ποιος είναι».
«Έτσι, ακόμα και εάν κάποιος διαπράξει το μεγαλύτερο έγκλημα και μετοικίσει στον Άρη δεν θα βρούμε ποτέ ποιος ήταν εφόσον δεν διαθέτουμε συγκριτικό υλικό», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Σε ποιες περιπτώσεις εξετάζεται το προφίλ DNA
Αναφορικά με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εξετάζεται το DNA ενός προσώπου, ο Κωνσταντίνος Μαζίτσος, υπεύθυνος βάσης δεδομένων DNA στο τμήμα εθνικού αρχείου δεδομένων γενετικών τύπων, εξηγεί ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία, άτομα που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα. «Εν ολίγοις πρόκειται για περιπτώσεις οι οποίες τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης από ένα έτος και πάνω θα πρέπει να λαμβάνεται γενετικό υλικό και να εισάγεται στο αρχείο», όπως λέει. «Ωστόσο δεν αποκλείεται η εξέταση των συγκριτικών στοιχείων και σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών για διακρίβωση ταυτότητας».
Το νέο εργαστήριο
Σύντομα πρόκειται να λειτουργήσει ένα καινούργιο αυτοματοποιημένο εργαστήριο στην υποδιεύθυνση DNA, το οποίο αναμένεται να διευκολύνει τις έρευνες των στελεχών του.
«Λάβαμε χρηματοδότηση 600.000 ευρώ με σκοπό τη συγκρότηση αυτού του εργαστηρίου και την αγορά ρομποτικών συστημάτων. Είναι ένα εργαστήριο πλήρως αυτοματοποιημένο και έτσι απαιτείται στο ελάχιστο η ανθρώπινη συμμετοχή. Τα δείγματα είναι καταχωρημένα με barcode, ενώ έχουμε τη δυνατότητα να εξετάζουμε έως και 200 δείγματα την ημέρα με τη βοήθεια των συγκεκριμένων ρομποτικών συστημάτων. Εν συνεχεία, όλα τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εξέταση των βιολογικών υλικών των ατόμων, όσο και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εξέταση των πειστηρίων, εισάγονται στο αρχείο μας».
Ποιοι βρίσκονται στο αρχείο
Στο τμήμα αρχείου φιλοξενούνται όλα τα αποτελέσματα των εξετάσεων DNA. Οι αρχές μπορούν να εντοπίσουν άτομα που ταυτίζονται είτε μεταξύ τους, είτε με συγκεκριμένες υποθέσεις. Έτσι γίνεται η διακρίβωση ταυτότητας και ο εντοπισμός συγγένειας για την απόδοση μίας σορού στα μέλη της οικογένειάς κάποιου νεκρού.
Αρχειοθέτηση με το σύστημα του FBI και οι δίδυμοι
Το αρχειακό υλικό καταχωρείται στο σύστημα μέσω του CODIS, το οποίο έχει δημιουργηθεί για το FBI, το οποίο το διαθέτει δωρεάν σε όποιες χώρες ενδιαφέρονται. Πρόκειται επί της ουσίας για το σύστημα καταχώρησης και αναζήτησης γενετικών τύπων. «Ωστόσο δεν υπάρχουν προσωπικά δεδομένα στο συγκεκριμένο σύστημα, παρά μόνο γενετικοί κωδικοί για το κάθε δείγμα. Αυτό που καταχωρείται είναι ένα σύνολο αριθμών. Ο συνδυασμός αυτών των αριθμών είναι μοναδικός για κάθε άτομο. Η μόνη περίπτωση να έχουν δύο άτομα τον ίδιο συνδυασμό είναι να είναι μονοζυγωτικοί (όμοιοι) δίδυμοι και να έχουν το ίδιο DNA. Σε αυτή την περίπτωση το DNA δεν μπορεί να βοηθήσει, καθότι μπορεί να υποδείξει μόνο ότι είναι ένας από τους δύο δίδυμους, χωρίς να καθορίζει ποιος από τους δύο είναι», εξηγεί ο κύριος Μαζίτσος.
Ταύτιση συγγενικών προσώπων
«Σε ό,τι αφορά τις διακριβώσεις ταυτοτήτων και ταυτίσεις ατόμων δημιουργούνται φυλογενετικά δέντρα. Έχουμε για παράδειγμα τον πατέρα, τη μητέρα και το παιδί. Γνωρίζοντας το παιδί θέλουμε να δούμε εάν στο αρχείο βρίσκεται καταχωρημένη μία σορός, της οποίας ο γενετικός τύπος ανήκει στον πατέρα του συγκεκριμένου ατόμου, ο οποίος αγνοείται. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε προχωρήσουμε σε αναγνώριση του ατόμου και να αποδώσουμε τη σορό του».
Διευκρινίζει μάλιστα ότι πιθανότητες αποτυχίες της μεθόδου είναι μηδαμινές.
Το δυστύχημα του Helios
Ζητώντας του να θυμηθεί μία από τις υποθέσεις που στιγμάτισαν την καριέρα του, μιλάει για το δυστύχημα του Helios. «Ήταν Κυριακή όταν συνέβη. Ειδοποιήθηκα ότι έπεσε ένα αεροπλάνο, πήγα στην υπηρεσία και ξεκίνησε η διαδικασία να προετοιμαστούμε και να ξεκινήσουμε την ταυτοποίηση. Βρέθηκα κάποια στιγμή στο νεκροτομείο που είχαν μεταφερθεί οι σοροί. Συν τοις άλλοις όμως ασχολήθηκα επισταμένα με την υπόθεση του DNA στο πιλοτήριο, καθότι είχε αναπτυχθεί τότε μία συζήτηση σχετικά με το ποιοι βρίσκονταν στο πιλοτήριο τη στιγμή του δυστυχήματος».
Λίγο πριν φύγουμε από το κτίριο της Διεύθυνσης, η αστυνομική υποδιευθύντρια, Τσεκούρα, μάς οδηγεί σε ένα ακόμα τμήμα. Εκεί γίνεται η επεξεργασία δειγμάτων οστών από όλη την Ελλάδα!
Ένα οστό 50 ετών!
Ο άνθρωπος που υπηρετεί στη συγκεκριμένη υπηρεσία και για λόγους ασφαλείας επιθυμεί να μην αποκαλύψει τα στοιχεία του, κρατάει στα χέρια του ένα τμήμα από οστό, ηλικίας τουλάχιστον 50 ετών.
«Σκοπός με το δείγμα του οστού είναι να αναγνωριστεί το DNA ώστε να καταχωρηθεί στη βάση δεδομένων και να αποδοθεί γιατί ενδεχομένως κάποιοι αναζητούν το συγκεκριμένο άνθρωπο, ο οποίος δεν βρίσκεται εν ζωή», εξηγεί.
Ταύτιση ζωντανού με νεκρό μετά από 20 χρόνια!
«Αυτό το κόκκαλο είναι 50 ετών. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που έχουμε ταυτίσει δύο πρόσωπα μετά από 20 χρόνια. Πρόκειται για την εξαφάνιση ενός βοσκού σε περιοχή της επαρχίας. Βρήκαμε κομμάτι οστού του σε μία σπηλιά και με βάση το συγκριτικό δείγμα που μας είχε δώσει ο γιος, καταλήξαμε στην αναγνώριση του πατέρα του».
πηγή newsbeast.gr